- ξεκαλουπώνω
- μετ. снимать форму
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεκαλουπώνω — ξεκαλουπώνω, ξεκαλούπωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεκαλουπώνω* — αφαιρώ τα καλούπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + καλουπώνω] … Dictionary of Greek
ξεκαλουπώνω — ξεκαλούπωσα, ξεκαλουπώθηκα, ξεκαλουπωμένος, αφαιρώ τα καλούπια (τύπους) της οικοδομής που χτίζεται: Αύριο θα ξεκαλουπώσουμε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεκαλούπωμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεκαλουπώνω, η αφαίρεση τών καλουπιών … Dictionary of Greek